- ἐπινικίου
- ἐπῑνικίου , ἐπινίκιοςof victorymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Σερτώριος Κόιντος — (Quintus Sertorius). Ρωμαίος στρατηγός (123 72 π.Χ.). Πολέμησε για πρώτη φορά εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων στο Οράνζ, κάτω από τις διαταγές του Σερβίλιου Καιπίωνα και το 102 π.Χ. κατόρθωσε να μπει ως κατάσκοπος στο στρατόπεδο των… … Dictionary of Greek